ἔβενος

ἔβενος
ἔβενος
Grammatical information: f.
Meaning: `ebony(tree)' (Hdt.).
Other forms: (m.; rarely also ἐβένη f.)
Compounds: ἐβενό-τριχον = ἀδίαντον (Ps.-Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 38, 158).
Derivatives: ἐβένινος `of ebony' (Str.), ἐβενῖτις `Art Gamander, πόλιον τὸ ὀρεινόν' (Ps.-Dsc.; Redard Les noms grecs en -της 71).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: From Egypt. hbnj `ebony', ultimately perhaps Nubian (Spiegelberg KZ 41, 131); from there Hebr. hobnīm (Lewy Fremdw. 35f.). From ἔβενος Arab.-Pers. 'abnūs and Lat. ebenus, from where OHG ebenus, Eng. ebon(y). - Schrader-Nehring 1, 209, Lokotsch Et. Wb. d. europ. Wörter or. Ursprungs Nr. 3.
Page in Frisk: 1,435

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔβενος — ebony fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… …   Dictionary of Greek

  • έβενος — ο, η 1. (βοτ.), το δέντρο «διόσπυρος η έβενος», από όπου προέρχεται το ομώνυμο ξύλο για κατασκευή επίπλων. 2. το ξύλο του εβένου, μαύρο, πολύτιμο και πολύ σκληρό, που επιδέχεται στίλβωση, αμπανός, αμπανόζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐβένου — ἔβενος ebony fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐβένους — ἔβενος ebony fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐβένῳ — ἔβενος ebony fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔβενον — ἔβενος ebony fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδέβενος — ο, Ν βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους φυτών, κν. αρχοντόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + έβενος. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. pseudebenus < pseud (< ψευδ[ο] *) + ebenus (πρβλ. έβενος)] …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινή Γουινέα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισημερινής Γουινέας Έκταση: 28.051 τ. χλμ. Πληθυσμός: 476.200 (2003) Πρωτεύουσα: Μαλάμπο (92.900 κάτ. το 2003)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με το Καμερούν και στα Α και Ν με την Γκαμπόν, ενώ βρέχεται …   Dictionary of Greek

  • евенский — только др. русск. евеньскъ черного дерева (Козьма Индикопл.). Из греч. ἔβενος черное дерево . См. также эбеновый …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • эбеновое — дерево. Через франц. ebènе – то же из лат. ebenus от греч. ἔβενος, источник которого – в др. егип. hbnj – то же; см. Шпигельберг, KZ41, 131; Литтман 12; Гофман, Gr. Wb. 67; Буазак 211. Относительно более старого евенский см. выше …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”